- βουγάιος
- βουγάϊος, ο (Α)1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊεθρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά2. αδρανής3. βραδύνους, χοντροκέφαλος.[ΕΤΥΜΟΛ. Το α' συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου- επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. γαίω «είμαι περήφανος, καμαρώνω», που απαντά κυρίως στη μτχ. γαίων. Η υπόθεση ότι το ᾱ στο -γάϊε (από την κλητ. βουγάϊε) είναι αιολικό, δηλ. -γắϊε < *-γᾱFιε, ή ότι προήλθε από μετρική έκταση είναι αμφίβολη. Προτιμότερο είναι να θεωρηθεί ότι -γάϊε < *-γαι-ϊε].
Dictionary of Greek. 2013.