βουγάιος

βουγάιος
βουγάϊος, ο (Α)
1. (σκωπτικά στην κλητική) βουγάϊε
θρασύδειλε, ψευτοπαλληκαρά
2. αδρανής
3. βραδύνους, χοντροκέφαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το α' συνθετικό της λ. βουγάϊος είναι βου- επιτατικό (πρβλ. βούβρωστις, βουκόρυζα κ.ά.), ενώ το β' συνθετικό συνδέεται με το ρ. γαίω «είμαι περήφανος, καμαρώνω», που απαντά κυρίως στη μτχ. γαίων. Η υπόθεση ότι το ᾱ στο -γάϊε (από την κλητ. βουγάϊε) είναι αιολικό, δηλ. -γắϊε < *-γᾱFιε, ή ότι προήλθε από μετρική έκταση είναι αμφίβολη. Προτιμότερο είναι να θεωρηθεί ότι -γάϊε < *-γαι-ϊε].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • βουγάιος — βουγά̱ϊος , βουγάιος bully masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγαίου — βουγᾱΐου , βουγάιος bully masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγαίους — βουγᾱΐους , βουγάιος bully masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγαίῳ — βουγᾱΐῳ , βουγάιος bully masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγάιε — βουγά̱ϊε , βουγάιος bully masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγάιοι — βουγά̱ϊοι , βουγάιος bully masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βουγάιον — βουγά̱ϊον , βουγάιος bully masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • AGAG — (Heb. אֲגָג), the name of an amalekite king who was captured by saul (I Sam. 15). By sparing Agag s life Saul disobeyed   Samuel s order to annihilate the Amalekites. This occasioned the final break between Samuel and Saul. Later Samuel killed… …   Encyclopedia of Judaism

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”